Στο πιο μύχιο κύτταρο, εκεί που νομίζεις πως τίποτα δεν τρυπώνει. Με μια θερμότητα ανυπόφορη, σαν λάβα που βγήκε από κάποιο νοητό ηφαίστειο, διαπερνά όλο το σώμα, μέχρι που βρίσκει το ιδανικότερο σημείο να εγκατασταθεί.
Άλλοτε εξαπλώνεται κι άλλοτε στοχεύει σαν βέλος σε ένα μάλλον ευάλωτο μέρος του σώματος, το μαυρίζει, το κάνει άκαμπτο. Εκεί ακριβώς πάει και στέκεται αυτό που δεν ειπώθηκε. Πύρινο και ταυτόχρονα αδιάβροχο, ελαστικό και συμπαγές τόσο που σαν σκιά παίρνει κι άλλο - κι άλλο χώρο και κατακλύζει νου και σώμα. Μα πως; Πως μπορούν δυο κουβέντες ανείπωτες να κουβαλάν τόσα μαζί τους; λες και φέρνουν μαζί τους μια περιουσία καταραμένη, θησαυρούς σκοτεινούς. Που αν αγγίξεις, ξαφνικά θα προκαλέσουν εκκωφαντικές σιωπές, ίσως και αβάστακτες λάμψεις, τέτοιες που αναγκαστικά τα μάτια κλείνουν. Αυτά που είναι ήδη κλειστά. Πώς να μην είναι όταν η ανησυχία για το τι πρέπει και τι όχι, κάνει τα λόγια απαγορευμένα; Γίνονται ένοχα εκ των προτέρων, κάνουν ερυθρά τα μάγουλα, και οι σκέψεις ρίχνουν απότομα αυλαία, μη προλάβει κάποιος θεατής και δει τα λάθη στην ερμηνεία. Μια ερμηνεία που γίνεται ενδοσκόπηση, εσωτερική, με το φως να πέφτει προσεκτικά σε αυτό το ευάλωτο σημείο, που καμία αναπνοή δεν είναι αρκετή να το ανακουφίσει. Εκεί που βρίσκει κι εκδηλώνεται και αθροιστικά πιέζει και η πίεση γίνεται αφόρητη. Η διάσταση γίνεται τόσο καθημερινή, απ’το πρωινό ξύπνημα, μέχρι πριν τα βλέφαρα προσπαθήσουν να κλείσουν. Πως άλλωστε να κλείσουν, αφού οι λέξεις εκείνες δεν βρήκαν το χώρο τους; περιορίστηκαν και βρήκαν ύπουλο τρόπο να αποδείξουν πως δεν σταμάτησαν να υπάρχουν. Ίσα να θυμίζουν πως κάτι τις δημιούργησε, για κάποιο λόγο υπάρχουν. Απλά ο φόβος της ηχούς τους ήταν αρκετά μεγαλύτερος από την αξία τους.
Βασίλης Κιοσσές
Ψυχολόγος- Υπ. Δρ. Ιατρικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου