Μερόπη Σωτηροπούλου-
Μάγγελ: Η Τέχνη είναι ένα παιχνίδι
Ανακαλύπτοντας νέους
δρόμους
Συνήθως τέτοια θέματα τα γράφω με μουσική υπόκρουση. Δεν
ήξερα τι μουσική να βάλω. Κατέληξα σε μια ορχηστρική, από αυτές που τους
στίχους τους φτιάχνεις εσύ. Τίποτα δεν σε καθοδηγεί, μόνο το συναίσθημά σου.
Αυτό που σου μιλά άλλοτε δυνατά, άλλοτε σιγότερα. Είναι πάντα εκεί και
παιχνιδίζει. Έτσι με τις μελωδίες να συντροφεύουν αναρωτήθηκα πως μπορώ να
περιγράψω, τι μπορώ να αναφέρω για μία καλλιτέχνιδα.
Πως μπορώ να προσεγγίσω τον μαγικό πολύχρωμο δικό της κόσμο, δίχως όμως να διαπράξω ύβρη με την ενδεχόμενη δική μου αλήθεια. Πως άραγε να μιλήσω εγώ για τα έργα της, προσπαθώντας όχι να ερμηνεύσω αλλά να τα αγγίξω με τα μάτια μου; Είναι άραγε δυνατόν κάποιος έξω από αυτά, να εισχωρήσει σε έναν ξένο κόσμο; Με αυτές τις ανασφάλειές μου επισκέφθηκα το εργαστήρι ζωγραφικής της κ. Μερόπης Σωτηροπούλου- Μάγγελ, η οποία με υποδέχθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Σαν να γνωριζόμασταν από χρόνια, και είχαμε απλά πολύ καιρό να συναντηθούμε. Έτσι ένιωσα. Σαν αυτούς τους φίλους, που περνούν χρόνια για να τους συναντήσεις, αλλά όταν ανταμώνεις μαζί τους έχεις τόσα να πεις με την αίσθηση πως δεν πέρασε μια μέρα.
Πως μπορώ να προσεγγίσω τον μαγικό πολύχρωμο δικό της κόσμο, δίχως όμως να διαπράξω ύβρη με την ενδεχόμενη δική μου αλήθεια. Πως άραγε να μιλήσω εγώ για τα έργα της, προσπαθώντας όχι να ερμηνεύσω αλλά να τα αγγίξω με τα μάτια μου; Είναι άραγε δυνατόν κάποιος έξω από αυτά, να εισχωρήσει σε έναν ξένο κόσμο; Με αυτές τις ανασφάλειές μου επισκέφθηκα το εργαστήρι ζωγραφικής της κ. Μερόπης Σωτηροπούλου- Μάγγελ, η οποία με υποδέχθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Σαν να γνωριζόμασταν από χρόνια, και είχαμε απλά πολύ καιρό να συναντηθούμε. Έτσι ένιωσα. Σαν αυτούς τους φίλους, που περνούν χρόνια για να τους συναντήσεις, αλλά όταν ανταμώνεις μαζί τους έχεις τόσα να πεις με την αίσθηση πως δεν πέρασε μια μέρα.
«Αγαπώ την Καστοριά,
είναι η πόλη που μεγάλωσα. Αλλά πέρα από αυτό με συνδέει ένα νήμα με το
παρελθόν. Ακουμπάω σε αυτό και το ξετυλίγω σιγά σιγά και έρχομαι και στο παρόν.
Μοιάζει με ένα μυστηριώδες νήμα που κινείται και ενώνει το παρελθόν με το παρόν»
μου είπε. Αυτό ακριβώς το νήμα προσπαθήσαμε μαζί να αγγίξουμε για λίγο με
σεβασμό και δέος συνάμα. Προσπαθήσαμε να
περπατήσουμε πάνω του δίχως το φόβο της πτώσης, αλλά με τη σιγουριά του
παρόντος. Σε μια συνάντηση που κράτησε παραπάνω από δύο ώρες και θα μπορούσε να
κρατήσει μερόνυχτα ολόκληρα. Γιατί όχι μόνο δε στερεύουν οι αναμνήσεις, αλλά
περισσότερο γιατί η ίδια είναι από τους καλλιτέχνες που έχουν την ίδια διάθεση
να ακούσουν και να ακουστούν.
Μου περιέγραψε τι σημαίνει τέχνη για την ίδια. «Είναι μια σχέση εξάρτησης» ανέφερε, «εξαιτίας αυτής της στενής σχέσης έφτασα στο
σημείο να τη λατρεύω πια». Μιλά για την τέχνη με σεβασμό και ευλάβεια. Την
περιγράφει σαν μια σχέση αλληλένδετη. Σαν δυο δοχεία, το ένα αυτή και το άλλο η
τέχνη. «Συνειδητοποίησα πως δεν κυνηγώ
μόνο εγώ την τέχνη, αλλά με κυνηγά και αυτή. Δεν υπάρχει περίπτωση να περάσει
μέρα και να μην ασχοληθώ μαζί της». Περιγράφει μια συνθήκη ζωής, έναν τρόπο
ύπαρξης, ένα μαθημένο τρόπο συμπεριφοράς, τόσο αναγκαίο αλλά και τόσο επαρκή. «Η τέχνη εκτός από παιχνίδι είναι και
προσευχή. Είναι κάτι που έρχεται και ξανάρχεται. Ούτως η άλλως η προσευχή για
τον καθένα είναι πολύ προσωπική υπόθεση» αναφέρει η ίδια περιγράφοντας αυτή
τη διαδικασία σαν ιερό τελετουργικό που οφείλει να τιμηθεί. Άλλωστε τι είναι η
προσευχή; Είναι η στιγμή μιας απόλυτης επαφής με τον εαυτό. Είναι η πτυχή αυτή
που συνδέεται με τα κομμάτια εκείνα που είτε φωνάζουν για βοήθεια ή εκφράζουν
ευγνωμοσύνη. Είναι η στιγμή που εκφράζεις σκέψεις και συναισθήματα και ενώ
είσαι μόνος, αισθάνεσαι περιτριγυρισμένος από υπάρξεις. «Ζωγραφίζω σημαίνει ψάχνω, βρίσκω νέους τρόπους, ανακαλύπτω κομμάτια του
εαυτού μου, προσπαθώ να βρω κι άλλα…» αναφέρει συμπληρώνοντας πως «είναι μια συνθήκη την οποία πρέπει να
εμπιστευτείς. Αν δεν εμπιστευθείς την τέχνη δεν θα σε οδηγήσει πουθενά. Δεν
πρέπει να τη φοβάσαι γιατί αυτή σε καθοδηγεί. Αν δεν την εμπιστευτείς χάνεις τη
δύναμή σου».
Οι εκκλησίες στη
ζωγραφική της
Οι εκκλησίες για την κα. Σωτηροπούλου αποτελούν πια σύμβολο.
Έχουν διυλιστεί τόσο πολύ μέσα της όσο και στη ζωγραφική της που αρχίζουν και
αποκτούν άλλες διαστάσεις. Πίνακες στους οποίους αναπαρίσταται η εκκλησία των
Ταξιαρχών, της οποίας μόνο το περίγραμμα έχει διατηρηθεί. Το περιεχόμενο το
συμπληρώνει η ίδια όπως θέλει. «Η
εκκλησία για μένα αναπαρίσταται όπως ακριβώς τη βλέπω με τα μάτια της ψυχής
μου. Λειτουργεί τόσο σχηματικά για μένα η εκκλησία. Σαν ένα «φως αθέριστο».
Όπως αναφέρει και ο Ηλίας Παπαμόσχος στα διηγήματα του» σημειώνει η ίδια.
Έτσι έχει την ευκαιρία να συμπεριλάβει μέσα σε αυτή οτιδήποτε θελήσει, χωρίς
κριτική. Μόνο με αποδοχή. Και πόσο ανακουφιστική μπορεί να είναι αυτή η
αίσθηση; Να αισθάνομαι δηλαδή πως έχω ένα σημείο στο οποίο μπορώ να χωρέσω,
οτιδήποτε θελήσω.
Στάθηκα απέναντι από τον «Αρλεκίνο». Για έναν περίεργο λόγο
δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Ένιωθα να εισβάλω μέσα του, να
γίνομαι ένα με τα ζεστά του χρώματα, να ταξιδεύω στα συναισθήματά του, να
ανακαλύπτω την ιστορία του. «Ο αρλεκίνος
είμαι εγώ» μου είπε. Είναι ένα πίνακας που ανήκει στη σειρά
«Μεταμορφώσεις». Είναι εμπνευσμένος από την «Πολιτεία των παιχνιδιών» της
εικαστικού Vassiliki
και αναπαριστά μια φωτογραφία της ίδιας της κας Σωτηροπούλου πλάι στην εκκλησία
των Ταξιαρχών. «Ο αρλεκίνος παραπέμπει
στον Εσταυρωμένο. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος, με όλες τις αγωνίες, τα βάσανα και
ό, τι κουβαλάει ο καθένας μέσα του, δεν σταματά να παίζει» σχολιάζει.
Συζητούμε λίγο για τον Αρλεκίνο, για τις μάσκες, για τα προσωπεία και για το πόσο
όλες οι καρναβαλίστικες αναπαραστάσεις ανταποκρίνονται στη ζωή μας. Για το πόσο
είμαστε έτοιμοι όλοι να υιοθετήσουμε ένα ρόλο. Ανάλογα με το ποια ανάγκη
εξυπηρετεί κάθε φορά.
Βλέποντας για ώρα τον Αρλεκίνο, σκέφτηκα ένα σωρό πράγματα.
Ταυτόχρονα αναρωτήθηκα πως ένας καλλιτέχνης ακούει όλα αυτά που οι θεατές έχουν
να του πουν. Πως αισθάνεται αν οι θεατές ξεφύγουν εντελώς από την αρχική σκέψη
του καλλιτέχνη. «Καλλιτέχνης είναι αυτός
που λέει πολλά μέσα από κάποια υλικά. Δίνει την ευκαιρία στους θεατές βλέποντας
ένα έργο να δημιουργήσουν τη δική τους ιστορία. Μου αρέσει να βλέπω τους θεατές
να μεταβολίζουν τα έργα μου, και να μου επικοινωνούν αυτό που αισθάνονται. Αν
θέλουν να τους εξηγήσω τι σημαίνει για μένα το έργο, μπορώ να το κάνω, αλλά
προτιμώ να ακούω τη δική τους διάσταση» μου λέει, επιτρέποντας μου να παίξω
κι εγώ με τα έργα και με τις ιστορίες που εκείνη την ώρα έφτιαχνε ο νους μου.
Έτσι, αφημένος στη δίνη της ανακάλυψης αυτού του νέου κόσμου έκφρασής της,
εντυπωσιαζόμουν με το πόσο πολλά ανακάλυπτα σε κάθε έργο, όχι για το ίδιο το
έργο, αλλά για μένα. «Ο θεατής
καθρεπτίζεται στα έργα. Όταν φτάνεις στο σημείο να δημιουργείς τη δική σου
ιστορία βλέποντας ένα έργο, τότε σημαίνει πως μπορείς να ενσωματωθείς σε αυτό»
αναφέρει, λυτρώνοντας και τον οποιοδήποτε είναι έτοιμος να κριτικάρει τα
συναισθήματα του, που γεννιούνται στη θέα των δημιουργημάτων της.
Ο Λουκάς Σαμαράς στην
τέχνη της
Ο Λουκάς Σαμαράς, αποτελεί για την ίδια σημείο αναφοράς. Ο
σεβασμός και η εκτίμηση με την οποία αναφερόταν στο πρόσωπό του, έδειχναν ένα
παιδί να μιλάει για τον πατέρα του. Το παιδί στην ηλικία, που πρότυπό του είναι
ο μπαμπάς. Αυτός που έχει κατακτήσει τη γνώση στα μάτια του παιδιού. Έτσι η
ίδια, αναφερόταν στον καταξιωμένο Καστοριανό καλλιτέχνη. «Αγαπώ πολύ το έργο του, το έχω μελετήσει. Έχει πολύ πόνο, αλλά ο ίδιος είναι
από τους λίγους ανθρώπους που έχουν κατακτήσει την τέχνη» αναφέρει η κ.
Σωτηροπούλου, η οποία έχει δημιουργήσει δύο έργα αφιερωμένα στον ίδιο.
Στη Χώρα του Ποτέ-
Ποτέ
Μια συλλογή γεμάτη χρώματα, γεμάτη φιγούρες και πολλαπλά
μηνύματα. Μια συλλογή η οποία ξεκινά και καταλήγει στα βιώματα της παιδικής
ηλικίας της κ. Σωτηροπούλου. «Το πολύ χρωμά δεν κρύβει και απαραίτητα
ευτυχία» αναφέρει η ίδια. «Πίσω από
τα χρώματα κρύβεται πόνος. Αρκετά πολύχρωμα έργα είναι θλιβερά αντί να είναι
χαρούμενα» σχολιάζει. Φουσκώνοντας τα πνευμόνια με θάρρος, βούτηξε στο βυθό
της παιδικής της ηλικίας, αγγίζοντας πληγές καλά κρυμμένες. Ξεχειλίζοντας
γενναιοδωρία, μοιράστηκε με τον κόσμο αυτή της την ενδοσκόπηση. «Προσπάθησα να βρω τον εαυτό μου, μέσα από
μια επώδυνη διαδικασία αυτογνωσίας. Μέσω της τέχνης προσπαθούσα να εκφράσω
πράγματα τα οποία δεν μπορούσα να πω» αναφέρει. Πόσο επώδυνο και πόσο
τιμητικό ταυτόχρονα είναι για τον ίδιο τον εαυτό, να του δείχνεις σεβασμό με
έναν τέτοιο τρόπο που λίγοι έχουν τη δύναμη να κάνουν. Σαν να κατακτάς αυτές
τις ευάλωτες πλευρές που ήξερες ότι υπάρχουν αλλά δεν τις άγγιζες, γιατί
γνώριζες πως πονάνε. Πως μπορεί άραγε κάποιος να αμφισβητήσει το γεγονός πως η
τέχνη είναι θεραπευτική; Πώς να μειώσεις την αξία αυτής της εγγύτητας με την
παιδική σου ηλικία; Μιας εγγύτητας που πολλές φορές είναι τρομακτική και τόσο
μοναχική. Όπως άλλωστε είναι συνήθως και ο δρόμος της τέχνης. «Το καταλυτικό συμπέρασμα ήταν πως έκανα ένα
βήμα πιο κοντά σε εμένα, πιο κοντά στον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν πρόκειται για
ένα γεγονός πρόκειται για μια διαδικασία, ένα συνεχές. Είναι ένα παιχνίδι, το
οποίο όμως πρέπει να παίξεις σοβαρά. Είναι παιχνίδι αυθεντικό» αναφέρει.
Αντί να χρησιμοποιήσει λέξεις και να εκλογικεύσει ή να προσεγγίσει γνωστικά τα
συναισθήματά της, επιλέγει να τα αποτυπώσει με χρώματα κάνοντας έτσι τα έργα
της να παιχνιδίζουν με τις εμπειρίες, σε ένα παιχνίδι που άλλοτε είναι σκληρό
και άλλοτε πιο εύπεπτο.
Μια αιωνιότητα και
μια ημέρα
Η τελευταία έκθεσή της με τίτλο «Μια αιωνιότητα και μια ημέρα» προέκυψε από μία τυχαία επίσκεψη στα
Κορέστεια. Σε εκείνον τον οικισμό με τα πλινθόκτιστα, μισογκρεμισμένα κτίρια.
Εκείνα ήταν που της δημιούργησαν τέτοια συναισθήματα, που έπρεπε να εκτονωθούν
στον καμβά. Ξεκίνησε έτσι μια διεργασία και μια νέα διάσταση στην τέχνη της. «Τα Κορέστεια μου έδωσαν το ερέθισμα το
οποίο εγώ έπρεπε να διαπραγματευτώ. Δεν στάθηκα μόνο στον τόπο καθεαυτό, αλλά
στην ευρύτερη απογύμνωση που αυτός ο τόπος αντικατοπτρίζει» αναφέρει η
ίδια. «Τα θέματα που προκύπτουν από αυτό
τον τίτλο και από αυτή τη συνθήκη είναι ανεξάντλητα. Επιλέγω όμως να το
σταματήσω εδώ, γιατί πρέπει να πάω και ένα βήμα παραπέρα» επισημαίνει. Το
πρώτο έργο της σειράς αυτής λέγεται «Τραύμα» και αποτελεί τη δική της
εναλλακτική ματιά στον τρόπο που προσεγγίζει την τέχνη. Λάσπη, χώμα, πέτρες,
υλικά της γης μπερδεμένα με χρώματα, με κλωστές, με άλλα υλικά που θα κατέληγαν
πεταμένα, αναδείχθηκαν στον καμβά και απέκτησαν την αξία που τους αναλογεί.
Ίσως και μεγαλύτερη, συμμετέχοντας σε μια συνωμοσία της οποίας τα βλέμματα δεν
μπορείς να ερμηνεύσεις.
Εκεί που όλα
επιτρέπονται
Πίνακες που ξεφεύγουν από τα όρια του καμβά. Υλικά που δεν
περιμένεις να χρησιμοποιεί μία ζωγράφος. Μάλλον μόνο η λέξη ζωγράφος την
αδικεί. Γιατί φαίνεται να είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Μια γνήσια
καλλιτέχνιδα, με τις ευαισθησίες, τη μεγαλοψυχία της, τη διάθεσή της για
ενδοσκόπηση. Την ευρύτητα του χαρακτήρα της, την ικανότητά της να μην
περιορίζεται ούτε στα υλικά, ούτε στο πλαίσιο των υλικών της, ούτε στο βλέμμα
της που βλέπει πέρα από το ορατό. Την υποκειμενικότητά της, που την κάνει
διάφανη σε όλους εμάς. Μας τη χαρίζει απλόχερα, και μας επιτρέπει να εισβάλουμε
για λίγο στο δικό της πλαίσιο αναφοράς, θυμίζοντας λίγο τους τουρίστες που
πάντα βρίσκουν έναν ντόπιο να τους ανοίξει την πόρτα και να τους προσφέρει ένα
ποτήρι νερό. Μόνο που το δικό της ποτήρι ξεχειλίζει μνήμες, συναισθήματα,
βιώματα και εμπειρίες. Ξεχειλίζει από ευκαιρίες. Ευκαιρίες να ταξιδέψεις κι εσύ
στη δική σου διάσταση. Σε αυτή που κανείς δεν βρίσκεται να σε κρίνει, να σου
πει πως το κάνεις λάθος, να σου θυμίσει πως δεν μπορείς. Σε αυτή τη διάσταση
που είσαι μόνος σου, να σταθείς συντροφευμένος στη μοναξιά σου, αφημένος στη
λαγνεία του παντοτινού, γοητευμένος από τα πάθη σου, συμφιλιωμένος με τις πιο
ενδόμυχες πλευρές σου. Σε αυτή τη διάσταση που όλα επιτρέπονται.
Βασίλης Κιοσσές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου