Να σου πω κάτι; Εκείνο το κουτί που σου ‘χουν δώσει που το ‘έκρυψες;
Εκείνο που, όταν στο έδιναν, σου είπαν να βάζεις κάθε επιθυμία, κάθε φόβο ή
αγωνία,
κάθε καλό ή κακό –άντε πάλι με τις καλοσύνες- κάθε τι που δεν τους ταιριάζει. Και εκείνο το κουτί –σού ΄ταξαν πως- θα καταβροχθίζει λίγο λίγο κάθε τι που του
δίνεις, και μαζί του λίγη απ’ τη σάρκα σου. Μετά, σου είπαν, πως όλοι θα ‘ναι
ικανοποιημένοι, γιατί δεν τους χαλάς την ησυχία, αυτή που μόνο ξέσπασμα είναι
έτοιμη να δημιουργήσει. Και ποιος μπορεί να το αντέξει; Εκείνοι ή εσύ; Κανείς; Όλοι;
Δεν απαντάς, γιατί δεν ξέρεις. Φοβάσαι και το φόβο τον τρύπωσες σε εκείνο το
κουτί. Σ’ αυτό που μοιάζει να κρύβει θησαυρούς, αλλά από τους δύσκολους, τους σκοτεινούς,
εκείνους που μόνο εσύ ξέρεις πόσο αξίζουν. Μόνο εσύ ξέρεις πως δίχως αυτούς είσαι
φτωχός.
Γιατί να ‘ναι πληγή η ελευθερία; Πως μπορεί να αντέξει το
μυαλό, το παιχνίδισμα που κάνει η ψυχή; Σαν να φταις που νιώθεις, από τότε που έγινε
ενοχή το κοίταγμα. Εκείνο το κοίταγμα που το βλέμμα στέφεται προς τα μέσα. Εκείνο
που όσο κι αν κλείσεις τα μάτια, όλα μοιάζουν ξεκάθαρα, φωτεινά, ίσως
τρομακτικά πεντακάθαρα. Τρομακτικά; Ναι, από τότε που σου είπαν πως χρειάζεσαι
ένα κουτί. Αυτό, που κάθε φορά που ανοίγει, είναι σαν να καρφώνονται τα νύχια
στο δέρμα και το ματώνουν. Ξεχνώντας πως ματώνει χειρότερα όταν δεν ανοίγει…
Βασίλης Κιοσσές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου