Κόντευε έξι,
πριν καν βγει ο ήλιος και ήταν ξύπνια. Είχε ντυθεί, δεν φόρεσε και τίποτα
σπουδαίο. Τη καφέ φούστα της και ένα πουκάμισο με γιακαδάκι χαριτωμένο, όπως
αυτά της εποχής. Γύρισε την πολυθρόνα στο δωμάτιό της, να κοιτά απ’το παράθυρο
και κάθισε. Δεν ήθελε να αργήσει στο ραντεβού της. Η μάνα της, έξω απ’την πόρτα
έβλεπε πάλι την ίδια εικόνα. Ξύπνια από ανησυχία κι αυτή. δεν μπορούσε να
χωνέψει αυτό που της συνέβαινε.
Άσε που ο κόσμος μιλούσε. Ενώ η Διονυσία ήταν
σχεδόν πάντα αθόρυβη, στη μάνα οι κινήσεις ήταν εκκωφαντικές. Μόνο κάτι
ψιθύρους έβγαζε η καημένη και κάτι σύντομες κραυγές, σαν αυτές που βγάζει ο
τρελαμένος από έρωτα όταν παραδίνεται στη δίνη του συντρόφου του.
Κάθισε η
Διονυσία, ήρεμη στην πολυθρόνα της, άναψε το τσιγάρο της και ετοιμάστηκε για το
καθιερωμένο ραντεβού. Τράβηξε κάνα δυο τζούρες και άρχισε να ζαλίζεται. Διονυσία
την είχε βαφτίσει αυτός. Ειρήνη την έλεγαν. Δεν της ταίριαζε, της είχε πει.
Έλειπε απ’το όνομά της η μέθη, η αποχαύνωση του ζαλισμένου από το κρασί. Έτσι
αισθανόταν κάθε που την άγγιζε, κάθε που την φιλούσε. Γι’αυτό τη φώναζε
Διονυσία. Πάλι θα συναντιόταν σήμερα. Είχαν μείνει τόσα πολλά ανείπωτα, που
όφειλαν να πουν. Άλλωστε της το είχε υποσχεθεί. Πως για πάντα θα τη συντρόφευε.
Δεν την γοήτευε μόνο η συντροφιά του, αλλά η ικανότητά του να την καταλαβαίνει,
ακόμα κι όταν αυτή τα έλεγε ακαταλαβίστικα. «ξέρεις», του χε πει μια φορά,
«κάθε φορά που σου μιλάω, νιώθω να σου πετάω κάτω ένα σωρό τούβλα, κι εσύ με
μια σου φράση να τα χτίζεις στη σειρά». Αυτό θαύμαζε σε εκείνον. Που μπορούσε να
νιώσει τα λόγια της, που τα λόγια του χάιδευαν την ψυχή της. Που άκουγε τους
ψιθυρους της, που διάβαζε τα μάτια της, που με μιας της έπαιρνε το γκρίζο. Δεν
είχε γκρίζο σήμερα να του πει. Μόνο να τον ακούσει ήθελε.
Κάπνισε λίγο
ακόμα από το τσιγάρο της. Το ετοίμασε από την προηγούμενη. Άρχισαν να
μουδιάζουν τα χείλη της, και να βαραίνουν τα βλέφαρα. Τα μάτια της ξεκίνησαν να
γυρίζουν, σαν να ήθελαν να δουν κάτι από μέσα. Τα χέρια της έκαναν μικρούς
σπασμούς και τα πόδια της πάθαιναν κράμπες. Μικρές, γλυκές , ίσα να σημαδεύουν
την συνάντηση. Τα βιβλία της έστεκαν γύρω σκονισμένα και αθόρυβα λες και οι
ιστορίες τους δεν έφταναν τη μαγεία της δικής της. Ο ουρανός της άλλαζε χρώμα
και τα σύννεφα γινόταν μάρτυρες μιας αλλόκοτης
συνάντησης. Τότε ήταν που ερχόταν εκείνος. Δεν ήταν ίδιος, ήταν πιο
όμορφος. Όχι, πιο ανάλαφρος ήταν. Ούτε αυτός ήθελε να την αφήσει, έτσι
απροσδόκητα, χωρίς καν να τη χαιρετήσει. Συνήθως τον ρωτούσε κάτι απ’το αύριο.
Εκείνος απαντούσε και είχε άλλη φωνή κάθε φορά. Άλλοτε πιο αγριεμένη κι άλλοτε
πιο γλυκιά. Με τη Διονυσία όμως πάντα ήταν τρυφερός, ακόμα και με εκείνη την επιθετική
φωνή. Αγριεμένα τρυφερός. Σήμερα μόνο αυτός της μιλούσε. Της έδινε συμβουλές.
Της έλεγε πως πάντα την προσέχει, την παρακολουθεί με ένα νοιάξιμο που δεν το
συναντάς σε θνητό. Με μια ματιά αλλιώτικη, σχεδόν επιτηδευμένα αλτρουιστική.
Γνήσια, αυθεντική. Της έλεγε να μην φοβάται και πως αν πονέσει, θα είναι εκεί
να της απαλύνει τον πόνο. Η Διονυσία, πολλές φορές δεν καταλάβαινε αυτά που της
έλεγε, ή τα συνειδητοποιούσε μετά, αφού συνερχόταν. Αφού επέστρεφε απ’την
έκσταση, από τη διάσταση αυτή, που ήταν μόνο δικιά τους. Κανένας δεν μπορούσε
να τους την πάρει. Κανένας δεν θα τους στερούσε τη στιγμή αυτή που που δυο
κόσμοι, τόσο ασύνδετοι, γινόταν ένα. Τη στιγμή αυτή που η απόσταση ήταν μόνο
δυο τζούρες απ’το τσιγάρο της μακριά.
Η μάνα της,
γινόταν κάθε ξημέρωμα μάρτυρας του ίδιου σκηνικού. Θύμωνε, αγρίευε,
αναρωτιόταν. Φοβόταν και λίγο. Όταν την έβλεπε σε αυτή την έκσταση, τρόμαζε.
Δεν ήξερε τι να κάνει. Έμπαινε ο δαίμονας, έλεγε. Τρελή και δαιμονισμένη. Ενώ η
Διονυσία επέστρεφε και ήταν πιο λογική κι απ’τους πιο σώφρονες. Μόνο τη στιγμή
της συνάντησης γινόταν άλλη. Μετά κουρασμένη έπεφτε να κοιμηθεί για λίγο και
ξυπνούσε με την ίδια νοσταλγία στο βλέμμα. Της κόστισε ο θάνατός του. Πάνε δέκα
μήνες τώρα. Από τότε, μόνο στην έκστασή της τον συναντούσε. Η μάνα της δεν
άντεχε. Έκανε χώρο η στεναχώρια, και άφησε τα δαιμόνια να μπούνε μέσα της,
μονολογούσε. Ήταν κι ο κόσμος, που φοβόταν. Αλλά ο κόσμος, δεν έλεγε τίποτα.
Δεν ήξερε. Έτρεμε η μάνα, μη μαθευτεί τίποτα. Έπρεπε να προλάβει το κακό.
Καρκίνος κανονικός. Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε ούτε η ίδια να κοιμηθεί, είχε
μια ανησυχία και μια γαλήνη ταυτόχρονα. Εκεί που έκλαιγε, γελούσε. Η
παραφροσύνη μπήκε για τα καλά στο σπιτικό της. Το ξημέρωμα εκείνο όμως όλα θα
τελείωναν. Η Διονυσία, η Ειρήνη, η τρελή,η δαιμονισμένη, όλες μαζί θα γινόταν ένα. Ένα με την πολυθρόνα που τις
συγκρατούσε. Έτσι όλες μαζί θα πλημμύριζαν απ’το αίμα τους. Το αίμα της μιας θα
ζέσταινε την άλλη. Δεκαεφτά μαχαιριές. Κάποιες βρήκαν την πολυθρόνα, άλλες την
καρδιά. Με τα χέρια ακόμα υγρά απ’το αίμα, έπεσε στο κρεβάτι της. Ευτυχώς δεν θα ξανάβλεπε δαιμονισμένη την
κόρη της.
Από τη σειρά "Φως αδιάβροχο"
Βασίλης Κιοσσές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου