Προσπαθούσα να ανέβω την πλαγιά του όρους Evmandu για να συναντήσω ένα διάσημο
γκουρού, του οποίου το όνομα είχα ξεχάσει να σημειώσω. Τότε ήμουν πολύ νεότερος
αλλά η μακρά και επίπονη πεζοπορία με είχε εξαντλήσει και παρά το κρύο, το
κορμί μου ήταν ιδρωμένο όταν έφτασα πια στο οροπέδιο όπου βρισκόταν το σπίτι
του. Με κοίταξε με το υπομονετικό βλέμμα
του, εγώ του χαμογέλασα ενώ προσπαθούσα να καταπιώ τον αέρα και να τον φέρω στα
πνευμόνια μου.
Περπάτησα τα τελευταία
μέτρα που μου απέμειναν και σιγά σιγά κάθισα στο έδαφος στηρίζοντας το κορμί
μου σε ένα πελώριο βράχο που βρισκόταν έξω από το καταφύγιό του. Παραμείναμε
σιωπηλοί και οι δύο για αρκετά λεπτά. Τη μία στιγμή ένιωθα την έντασή μου να
κορυφώνεται και την άλλη να ηρεμώ. Ο ιδρώτας κυλούσε στο δέρμα μου αλλά το
αεράκι ήταν ευχάριστα δροσερό. Σύντομα είχα ηρεμήσει. Γύρισα το βλέμμα μου στα
ολοκάθαρα καστανά μάτια του που φεγγοβολούσαν ανάμεσα στο χαρακωμένο πρόσωπό
του. Τότε συνειδητοποίησα πως ήθελα να του μιλήσω.
«Πατέρα», είπα, «πρέπει να καταλάβω κάτι αναφορικά με το τι σημαίνει
να πεθαίνεις, πριν συνεχίσω τις σπουδές μου». Συνέχισε να με κοιτά με το
σπινθηροβόλο βλέμμα του και τη σαστισμένη έκφρασή του. «Πατέρα», συνέχισα, «πρέπει
να μάθω τι νιώθει ένας άνθρωπος που πεθαίνει όταν κανείς δεν θα του μιλήσει, ή
κανείς δεν θα είναι αρκετά ανοιχτός να του επιτρέψει να μιλήσει για το θάνατό
του».
Παρέμεινε σιωπηλός για περίπου τρία με τέσσερα λεπτά. Ήμουν
ήσυχος γιατί ένιωθα μια σιγουριά, πως θα απαντήσει. Τελικά, σαν να ήταν στη
μέση μιας πρότασης, είπε: «είναι το
άλογο πάνω στο τραπέζι». Κοίταζε ο ένας τον άλλο για αρκετά λεπτά, ενώ μετά
από λίγο αποκοιμήθηκα επειδή ήμουν κουρασμένος από το ταξίδι. Όταν ξύπνησα είχε
φύγει, και το μόνο που διασπούσε την ησυχία στο χώρο ήταν η αναπνοή μου.
Πήρα το δρόμο της επιστροφή, εξακολουθώντας να νιώθω ήρεμος,
γνωρίζοντας πως η απάντησή του ήταν αυτή που με έκανε να νιώθω καλά, αλλά χωρίς
να ξέρω το γιατί. Επέστρεψα στις σπουδές
μου και δεν ασχολήθηκα παραπάνω με το συγκεκριμένο συμβάν, νιώθωντας πως κάποια
μέρα θα καταλάβαινα.
Αρκετά χρόνια αργότερα, κάποιοι φίλοι με κάλεσαν για φαγητό.
Πήγα στο σπίτι τους, το οποίο είχε την κλασική ομορφιά των σπιτιών της
Καλιφόρνια. Μαζί με τους υπόλοιπους 8 ή 10 καλεσμένους, τους οποίους δεν
γνώριζα, καθίσαμε στο σαλόνι.
Οι πρώτες κουβέντες ήταν ιδιαίτερα διστακτικές, αλλά φαίνεται
το ουίσκι βοήθησε να χαλαρώσει το κλίμα, όσο γνωριζόμασταν ολοένα και καλύτερα
και αναπτύσσαμε περισσότερα σημεία επαφής. Η οικοδέσποινα εμφανίστηκε μετά από
λίγο και μας προσκάλεσε στην τραπεζαρία για το δείπνο. Όταν μπήκα στην
τραπεζαρία παρατήρησα με μεγάλη μου έκπληξη πως ένα καφέ άλογο καθόταν πάνω στο
τραπέζι. Κράτησα την αναπνοή μου, αλλά δεν είπα τίποτα. Αν και για άλογο, ήταν
σχετικά μικρό, έμοιαζε τεράστιο πάνω στην τραπεζαρία. Επειδή ήμουν ο πρώτος που
μπήκε στο χώρο είχα την ευκαιρία να δω τις αντιδράσεις και των άλλων
καλεσμένων. Ανταποκρίθηκαν περίπου όπως εγώ. Μπήκαν, είδαν το άλογο, σάστισαν
αλλά κανείς δεν είπε τίποτα.
Ο οικοδεσπότης μπήκε τελευταίος, έβγαλε έναν ήσυχο
αναστεναγμό- κοιτώντας μία το άλογο, μία εμάς με ιδιαίτερα επίμονο βλέμμα. Το
στόμα του σχημάτισε βουβές λέξεις. Έπειτα με μια φωνή πνιγμένη στη σύγχυση, μας
προσκάλεσε να γεμίσουμε τα πιάτα μας από τον μπουφέ. Η σύζυγός του, το ίδιο
αναστατωμένη από την απροσδόκητη παρουσία του αλόγου, μας έδειξε τις κάρτες με
τα ονόματά μας, που υποδείκνυαν τις θέσεις που έπρεπε να καθίσουμε.
Η οικοδέσπινα με οδήγησε στον μπουφέ και μου έδωσε ένα
πιάτο. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν από πίσω μου- ο καθένας όσο πιο ήσυχος
μπορούσε. Γέμισα το πιάτο μου με ρύζι και κοτόπουλο και κάθισα στη θέση μου.
Ήταν πολύ στενάχωρη η θέση μου, προσπαθώντας ειδικά να μην
πλησιάζω και πολύ το άλογο, προσποιούμενος πως δεν υπάρχει. Το πιάτο μου
κόντευε να πέσει από το τραπέζι, καθώς ήθελα να πιάσω όλο και λιγότερο χώρο. Οι
υπόλοιποι έβρισκαν άλλους τρόπους να αποφ ύγουν το άλογο. Οι οικοδεσπότες
ένιωθαν τόσο άβολα, όσο κι εμείς. Η
κουβέντα χειροτέρευε. Κάθε τόσο, κάποιος από εμάς έλεγε κάτι σε μια προσπάθεια
ναεπαναφέρει την προηγούμενη ευχάριστη συζήτηση που είχαμε, αλλά η δυσβάσταχτη
παρουσία του αλόγου υπερίσχυε από οποιαδήποτε προσπάθεια να προσανατολίσουμε τη
συζήτηση στη φορολογία, την πολιτική ή την έντονη υγρασία.
Το δείπνο τελείωσε και η οικοδέσποινα έφερε καφέ. Μπορώ να
ανακαλέσω οτιδήποτε υπήρχε στο τραπέζι, αν και δεν θυμάμαι να έφαγα τίποτε.
Ήπιαμε τον καφέ σε ένα ήσυχο κλίμα, προσπαθώντας πάντα να μη κοιτάμε το άλογο,
αν και δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω του.
Σκέφτηκα πολλές φορές να πω: «Υπάρχει ένα άλογο πάνω στο τραπέζι», αλλά δεν γνώριζα πολύ καλά τους
οικοδεσπότες και δεν ήθελα να τους ντροπιάσω με το να αναφερθώ σε κάτι που
προφανώς δυσκόλευε τους ίδιους όσο τουλάχιστον δυσκόλευε εμένα. Ούτως ή άλλως
ήταν δικό τους το σπίτι. Άλλωστε τι μπορείς να πεις σε έναν άνθρωπο που έχει
ένα άλογο πάνω στο τραπέζι του; Θα μπορούσα να πω πως δεν πειράζει αλλά δεν θα
ήταν αλήθεια. Η παρουσία του με αναστάτωσε τόσο πολύ που δεν απόλαυσα ούτε την
παρέα τους ούτε το δείπνο τους. Θα μπορούσα να πως πως ήξερα πόσο δύσκολο είναι
να έχεις ένα άλογο πάνω στο τραπέζι αλλά και αυτό δεν ήταν αλήθεια. Δεν είχα
ιδέα. Θα μπορούσα να έχω πει κάτι σαν «πως
νιώθεις, πως είναι να έχεις ένα άλογο πάνω στο τραπέζι;» αλλά δεν ήθελα να
ακουστώ σαν ψυχολόγος. Υπέθεσα πως αν το αγνοήσω, θα φύγει. Φυσικά και δεν
συνέβη.
Αργότερα έμαθα πως οι οικοδεσπότες ήλπιζαν πως το δείπνο θα
είχε επιτυχία παρά το άλογο. Ένιωσαν, πως αν σχολίαζαν οτιδήποτε αφορούσε στο
άλογο θα μας έκαναν να νιώσουμε άβολα, πως δεν θα ευχαριστιόμασταν την
επίσκεψη- φυσικά δεν ευχαριστηθήκαμε τίποτα ούτως ή άλλως. Φοβήθηκαν πως εμείς
θα προσπαθούσαμε να δείξουμε συμπάθεια, την οποία δεν ήθελαν, ή κατανόηση την
οποία χρειαζόταν αλλά δεν ήταν έτοιμοι να την δεχτούν. Ήθελαν απλά το πάρτυ να
έχει επιτυχία και γι’αυτό προσπάθησαν όσο ήταν δυνατό. Αλλά είναι κάτι παραπάνω
από προφανές πως οι ίδιοι, όπως και οι καλεσμένοι τους δεν μπορούσαν να
σκεφτούν τίποτα πέρα από το άλλογο πάνω στο τραπέζι.
Αμέσως μετά το δείπνο, επέστρεψα στο σπίτι μου. Το βράδυ
αυτό ήταν μια πανωλεθρία. Δεν ήθελα ποτέ ξανά να ανταμώσω με τους οικοδεσπότες,
αν και ήθελα πολύ να μάθω πως οι υπόλοιποι καλεσμένοι ένιωσαν με το άλογο. Εγώ
πάντως εκτός από μπερδεμένος ένιωσα να βρίσκομαι και σε μεγάλη ένταση. Εκείνο
το απόγευμα ήταν αλλόκοτο. Μετά από αυτό ήμουν πολύ προσεκτικός ωστέ να μην
ανταμώσω ξανά τους οικοδεσπότες και γι αυτό το λόγο δεν πλησίαζα τη γειτονιά.
Πρόσφατα, επισκέφθηκα πάλι το ίδιο όρος. Αποφάσισα να ψάξω
ξανά τον γκουρού. Ήταν ακόμη ζωντανός αν και φλέρταρε με το θάνατο. Επέλεγε
μόνο μερικούς για να μιλήσει. Επανέλαβα το ταξίδι μου και βρέθηκα πάλι μπροστά
του. Άλλη μια φορά τον ρώτησα «Πατέρα,
πρέπει να μάθω τι νιώθει ένας άνθρωπος που πεθαίνει, όταν κανείς δεν του μιλάει
ή κανείς δεν είναι αρκετά ανοιχτός ώστε να του επιτρέψει να μιλήσει για το
θάνατό του».
Ο γέρος άνθρωπος ήταν ιδιαίτερα ήσυχος. Μείναμε σιωπηλοί για
περίπου μια ώρα. Εφόσον δεν με έδιωξε, κάθησα και περίμενα. Ανησύχησα πως δεν
θα μοιραζόταν τη σοφία του μαζί μου.
«Γιε μου, είναι το
άλογο πάνω στο τραπέζι. Είναι το άλογο που επισκέπτεται κάθε σπίτι και κάθεται
πάνω σε όλα τα τραπέζια. Στα τραπέζια των φτωχών και των πλουσίων, των
περισσότερο ή των λιγότερο σοφών. Το άλογο απλά κάθεται εκεί, αλλά η παρουσία
του και μόνο σε κάνει να εύχεσαι να φύγει χωρίς να χρειαστεί να του πεις
τίποτα. Αν απομακρυνθείς, θα φοβάσαι πάντα την παρουσία του αλόγου. Όταν
κάθεται εκεί στο τραπέζι σου, θα εύχεσαι να μπορούσες να του μιλήσεις, αλλά
ίσως να μην είσαι ικανός.
Παρ’ όλα αυτά, αν
μιλήσεις για το άλογο, τότε θα δεις πως και οι άλλοι μπορούν να μιλήσουν για
αυτό- οι περισσότεροι τουλάχιστον, αν είσαι ευγενικός και μιλάς με σεβασμό. Το
άλογο θα παραμείνει στο τραπέζι, αλλά δεν θα σε ταράζει το ίδιο. Θα μπορείς να
απολαμβάνεις καλύτερα το γεύμα σου, αλλά και την παρέα του οικοδεσπότη και της
οικοδέσποινας. Ή αν είναι δικό σου το τραπέζι, θα ευχαριστιέσαι τη συντροφιά
των καλεσμένων σου. Δεν υπάρχουν μαγικά να κάνει για να εξαφανιστεί το άλογο.
Μπορείς όμως να μιλάς γι αυτό, και ως εκ τούτου να το κάνεις λιγότερο δυνατό».
Ο γέρος σηκώθηκε και με προέτρεψε να τον ακολουθήσω στην καλύβα
του, περπατήσαμε μέσα και είπε «Ας φάμε».
Μπήκα στην καλύβα αλλά δυσκολευόμουν λόγω του σκοταδιού. Ο γκουρού
πλησίασε το ερμάρι και έβγαλε από μέσα λίγο ψωμί και τυρί και τα έφερε στο
τραπέζι. Με παρότρυνε να καθίσω και μου μοιράστηκε το φαγητό του. Εκεί είδα ένα
λιλιπούτειο άλογο να κάθεται στο κέντρο του τραπεζιού. Μου το έδειξε και μου
είπε «Αυτό το άλογο δεν θα μας ενοχλήσει».
Απόλαυσα το γεύμα μας μέχρι το τέλος. Η κουβέντα μας κράτησε όλο το βράδυ, ενώ
το άλογο καθόταν εκεί ήσυχο, καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
R. A. Kalish
(1981)
Μετάφραση- Επιμέλεια: Βασίλης
Κιοσσές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου