Πόσο προετοιμασμένος μπορεί να είναι κάποιος όταν
πρόκειται να συναντήσει έναν συγγραφέα; Όταν πρόκειται να συναντήσει έναν
άνθρωπο που έχει μάθει να μιλά με έναν άλλο τρόπο, που έχει μάθει να γίνεται
ριψοκίνδυνα διάφανος, να καθρεφτίζει τις πτυχές του, να επικοινωνεί με τον
αναγνώστη και να δημιουργεί μια διαφορετική αλλά εξίσου συναρπαστική σχέση; Με
αυτές τις αγωνίες και ακόμα περισσότερες να τριγυρίζουν στο κεφάλι μου
συνάντησα τον κ. Ηλία Παπαμόσχο, τον γνωστό Καστοριάνο διηγηματογράφο, ο οποίος
έχει επάξια αποκτήσει μια υψηλή θέση στην εκτίμηση και την αναγνώριση των
αναγνωστών.
Τι κάνει ένα διήγημα; Εξιστορεί, πληροφορεί, μεταφέρει
ένα κλίμα, περιγράφει ένα ή περισσότερα πρόσωπα, εισβάλει στον ψυχισμό τους
αλλά δίνει πάντα την ευκαιρία να δημιουργήσεις τις εικόνες, όπως αυτές έχουν
ζυμωθεί στον εγκέφαλό σου. Έτσι κι εγώ, είχα εκ των προτέρων φτιάξει τη
συνάντησή μας, το περιβάλλον, το φόντο. Οι διάλογοι έλειπαν να ολοκληρώσουν το
σκηνικό, αλλά αυτούς μόνο διστακτικά μπορούσα να τους φανταστώ. Διαβάζοντας
ξανά και ξανά τα διηγήματα προσπάθησα να αποστηθίσω όλες τις πληροφορίες που
θεώρησα βλακωδώς πως θα χρειαστούν για μια επιτυχημένη συνομιλία. Λες και
επιτυχία είναι να προλάβεις τη φράση του συνομιλητή σου. Το τετράδιό μου εκεί,
κολλημένο πάνω μου, ίσα να μου δημιουργεί την ασφάλεια πως αν ξεμείνω από
ερωτήσεις θα το ανοίξω και θα σωθώ. Για έναν περίεργο, μα καθόλου ανεξήγητο
λόγο οι λέξεις και οι φράσεις είχαν ήδη κυλήσει από τις σελίδες τους και είχαν
πάρει θέση στο χώρο, λες και δεν χρειαζόταν να τις διατυπώσει κανείς. Αυτό ήταν
το πιο εντυπωσιακό. Πως δεν χρειάστηκε να ρωτήσω τίποτα από αυτά που είχα
προετοιμάσει. Ο ίδιος απαντούσε στις εκ των προτέρων απορίες μου, με έναν τρόπο
αβίαστο, ανώδυνο.
Διηγήματα που βασίζονται συνήθως σε πραγματικά πρόσωπα,
το οποία μπερδεύονται με αληθινά, αληθοφανή και φανταστικά στοιχεία,
συνθέτοντας ένα κέντημα σαν από εκείνα της γιαγιάς, που είναι τόσο μοναδικά και
συνάμα τα αισθάνεσαι τόσο δικά σου.
«Μπορεί να είναι πρόσωπα της
οικογένειας, φίλοι, συμπολίτες τα πρόσωπα των διηγημάτων. Σίγουρα επινοώ
καταστάσεις, αλλά η βάση είναι ρεαλιστική» αναφέρει ο κ. Παπαμόσχος ο οποίος χρησιμοποιεί
τόσο αναγνωρίσιμα πρόσωπα της Καστοριάς, όσο και την ίδια την πόλη, δίνοντάς
της μια διάσταση αλλιώτικη, ερωτεύσιμη, γοητευτική.
«Οι ιστορίες μου δεν έχουν δράση. Δεν
υπάρχουν ανατροπές ή εξελίξεις. Παρόλο που έχω αναφορές στον παρελθοντικό ή
στον παρόντα χρόνο με απότομες μετατοπίσεις, δεν υπάρχει δράση. Με ενδιαφέρει να
αποδώσω μια υπαρξιακή στιγμή του ήρωα που είναι καταλυτική για την ύπαρξή του» επισημαίνει ο κ. Παπαμόσχος
προσπαθώντας για λίγο να αποτυπώσει το ψυχογράφημα των πρωταγωνιστών του,
αναλύοντας το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς τους, ενσυναισθανόμενος το βίωμα και παραθέτοντας το στο χαρτί.
Σαν ζωγράφος ή καλύτερα σαν αγιογράφος όπως λέει ο
ίδιος, επιλέγει στα διηγήματά του τι θα φωτίσει και τι θα αφήσει στη σκιά.
Επιλέγει ο ίδιος τη γωνία από την οποία θα κοιτάξει, ξεκινώντας την ιστορία του
από το μηδέν. «Όταν ξεκινώ ένα διήγημα, δεν υπάρχει τίποτα!» τονίζει.
Η Καστοριά στα διηγήματα
Αν είσαι Καστοριανός μπορείς να διαβάσεις την Καστοριά
στις γραμμές των διηγημάτων. Ξεπετάγεται και σχηματίζεται μπροστά σου από όλες
τις πλευρές της, με όλα τα χαρακτηριστικά που την κάνουν μοναδική. Αν πάλι δεν
είσαι, το γεγονός ότι δεν αναφέρεται πουθενά η Καστοριά, παρά τη ζωντανή
παρουσία της, λειτουργεί ευέλικτα καθώς εύκολα μπορείς να ταυτίσεις τις εικόνες
που περιγράφονται με τόπους δικούς σου, γνώριμους. «Θα μπορούσε να το
διαβάσει ο οποιοσδήποτε όπου κι αν ζει, σε οποιαδήποτε επαρχιακή πόλη στον
κόσμο και να βρει στοιχεία στα οποία να ταυτιστεί. Όχι μόνο στις περιγραφές των
τόπων, αλλά και στην ψυχολογία των ηρώων ή στα γεγονότα που βιώνουν»,
αναφέρει.
«Βλέπω πως κάποιες ιστορίες ή κάποια
γεγονότα της ζωής δεν με αφήνουν. Αυτό είναι αυτομάτως ένα τεκμήριο της αξίας
τους. από εκεί και πέρα το ζητούμενο είναι αν θα μπορείς να τα υπηρετήσεις
πιστά και με σεβασμό» εξηγεί ο κ. Παπαμόσχος προσδιορίζοντας έτσι το κίνητρο της γραφής
του. «Ουσιαστικά ένα κομμάτι της αλήθειας, όπως την αντιλαμβάνεται ο
καθένας, διασώζεις. Το περισσότερο χάνεται. Αλλά ένα άρωμα μόνο αν μείνει,
είναι κέρδος».
«Είναι σαν να είσαι σε ένα σκοτεινό δάσος, από το
οποίο βγαίνεις σε ξέφωτα. Ευτυχώς! Γιατί αν βγεις από το δάσος, θα σταματήσεις
να γράφεις. Είναι σαν να μαθαίνεις να κολυμπάς, αλλά τη θάλασσα δεν θα την
κατακτήσεις ποτέ» περιγράφει ο κ. Παπαμόσχος. Μια διαδικασία σχεδόν
ψυχοθεραπευτική. Σαν τους πελάτες που απ’το μπέρδεμά τους και την απόγνωσή
τους, ανακαλύπτουν μια κρυμμένη δύναμη και μόλις τη βρουν στρέφουν το βλέμμα
τους αλλού και αυτή εξαφανίζεται. Λες και δεν υπήρξε ποτέ. «Είναι σαφώς
μια ψυχοφελής διαδικάσία, αλλά ορισμένες φορές και τυρρανική» λέει ο
κ. Παπαμόσχος περιγράφοντας τη συντριβή και τη λύτρωση να συμβαίνουν την ίδια
στιγμή. Τη στιγμή εκείνη που τα βιώματα υπερβαίνουν τις διαστάσεις, κάνουν τον
συγγραφέα διάφανο και δημιουργούν μια επαφή σαβανωμένη σε ένα πέπλο
αυτοαποκάλυψης.
Οι ηθοποιοί όταν διαβάζουν ένα μονόπρακτο, αυτό που
ψάχνουν να βρουν στο κείμενο είναι αυτό που λένε «ατάκα». Η ατάκα που θα
δημιουργήσει συναισθήματα, θα σχηματίσει εικόνες, θα ξεκλειδώσει μνήμες. Πλημμυρίζουν τα διηγήματα του κ. Παπαμόσχου από τέτοιες ατάκες ο οποίος αναφέρει
πως «αν δεν βρω τη φράση που θέλω, δεν έχει τελειώσει το διήγημα»
«Μια ιστορία έχει τελειώσει όταν
αρχίσεις και αποστασιοποιείσαι συναισθηματικά. Όσο συνεχίζεις να εμπλέκεσαι
σημαίνει πως υπάρχει εκκρεμότητα» απαντά ο κ. Παπαμόσχος όταν συζητούμε αναφορικά με τις ενδείξεις που
σημαίνουν την ολοκλήρωση του διηγήματος.
Πως ζυμώνεται ένας συγγραφέας;
«Πρέπει να διαβάζεις. Συγγραφέας γίνεσαι
μέσα από το διάβασμα, όχι από το γράψιμο. Εγώ διαβάζω τα πάντα. Με συνεπαίρνουν
τα ποιήματα για την εικονοποιητική τους δύναμη, για το χειρισμό της γλώσσας,
για την πυκνότητα των νοημάτων. Ο Σεφέρης είναι για μένα σχολείο. Είναι ένα
χειρουργείο της γλώσσας. Βλέπεις πως χτυπάει, το αίμα που κυλά στις φλέβες της,
πως κινείται». Έτσι με τρόπο χειρουργικό ο ίδιος ο Ηλίας Παπαμόσχος κουράρει τα
διηγήματά του σαν να ήταν ο γιατρός τους, σαν να ήταν ο θεραπευτής τους. Και τι
σημαίνει να είσαι ο θεραπευτής του διηγήματός σου; Σημαίνει απλά να έρχεσαι
κοντά του. Ούτως η άλλως η λέξη θεραπεία από μόνη της προκύπτει από το θερμ-
και το άπτω-. Συνεπώς σημαίνει αγγίζω ζεστά. Ένα τέτοιο ζεστό άγγιγμα ο ίδιος
προσφέρει στα διηγήματα, ένα άγγιγμα λυτρωτικό τόσο για τον ίδιο όσο και για
τον αναγνώστη.
Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Θεοτόκης,
Παπαδημητρακόπουλος, Ιωάννου έχουν κερδίσει τις καλύτερες θέσεις στη βιβλιοθήκη
του και τα βιβλία τους σκονίζονται λιγότερο από τα άλλα, καθώς τα μελετά
συστηματικά.
Εδώ και τώρα
Ο κ. Παπαμόσχος έχει κυκλοφορήσει συνολικά τέσσερις
συλλογές διηγημάτων. Το τελευταίο βιβλίο του κ. Παπαμόσχου «Ο Μυς της Καρδιάς»
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ενώ τον προσεχή χειμώνα προβλέπεται να
κυκλοφορήσει και η ολοκληρωμένη πια πέμπτη συλλογή του από τις εκδόσεις
«Κίχλη». Γράφοντας με γεωμετρική πρόοδο, έχει ξεκινήσει ήδη να ετοιμάζει την
έκτη συλλογή διηγημάτων του. Αναρωτήθηκα αν διαβάζοντάς τα τώρα, θα
άλλαζε κάτι. Χαμογέλασε και μου είπε πως μπορεί να βελτίωνε κάτι αλλά θα
χαλούσε περισσότερα. Γιατί μάλλον εμπιστεύεται τη σοφία του νου και τη σοφία
της ύπαρξης γενικότερα. Μοιάζει με αυτό που λένε οι ψυχοθεραπευτές, πως για τον
πελάτη, σημασία έχει το «εδώ και τώρα», αυτό δηλαδή που αισθάνεται εκείνη τη στιγμή.
Κάπως έτσι και ο ίδιος δίνει αξία σε αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή,
αποτυπώνοντάς το, με τη βαρύτητα που έχει «εδώ και τώρα», τιμώντας το και
αναδεικνύοντάς το, όπως ακριβώς του πρέπει. «Κάθε διήγημα, έχει την
αξία του για τη χρονική στιγμή που γράφτηκε. Είναι ένα μνημείο, το οποίο δεν
χρειάζεται να το πειράξεις».
«Τα βιβλία μου τα διαβάζω τακτικά.
Θυμάμαι αποσπάσματα απέξω. Στο πρώτο βιβλίο νομίζω πως ξεγέλασα τη λήθη, της
γύρισα την πλάτη και διαφύλαξα κάτι που ενδεχομένως να χανότανε» αναφέρει ο κ. Παπαμόσχος, ο οποίος
έχει βρει τον ιδανικότερο τρόπο όχι μόνο να ξεγελάσει τη λήθη, αλλά πολύ
περισσότερο να της σηκώσει το δάχτυλο και σχεδόν να την απειλήσει πως τα γραπτά
μένουν.
Η καθημερινή εμπειρία, τα βιώματα διαπλέκονται με
πράγματα που συμβαίνουν στο παρελθόν δημιουργώντας ένα κράμα το οποίο είναι
άδικο να χαθεί. Και όλο αυτό συμβαίνει σε επίπεδο υποσυνειδήτου, που θέλει
ερέθισμα για να προκύψει. Ή και ακόμα κι αν προκύψει δεν γνωρίζεις καν αν είναι
δικό σου ή κάποιου άλλου, αν είναι η αλήθεια σου ή η αλήθεια που σου είπαν, αν
μιλάς μόνο για σένα ή μέσα από σένα. «Όπως συμβαίνει στη γεωλογία, που
μέσα από την αποσάθρωση και τη διάρθρωση, αναδεικνύονται πετρώματα τα οποία ήταν
καλά κρυμμένα στη γη και τα βλέπεις σαν να εμφανίστηκαν τώρα. Ενώ κατά βάθος
ξέρεις πως υπήρχαν εκατομμύρια χρόνια πριν» σχολίασε ο κ. Παπαμόσχος
τιμώντας έτσι και το κομμάτι του εκείνο που πέρασε από το τμήμα Γεωλογίας
στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
Έμπνευση ή οίστρος;
Διάλεξη ή μάθημα για τους εκκολαπτόμενους
διηγηματογράφους θύμιζε η κουβέντα μας όταν έφτασε στο ζήτημα που αφορούσε την
έμπνευση από την οποία προκύπτουν τα διηγήματα. «Σέβομαι απόλυτα αυτό που
λένε έμπνευση, αλλά προτιμώ τον οίστρο που έλεγαν οι αρχαίοι έλληνες. Αυτή η
μύγα, όπως έλεγαν που κέντριζε τα ζωντανά. Αλλά πάνω από όλα είναι ζήτημα
δουλειάς. Αν δεν καθίσεις να γράψεις, να δουλέψεις, να διαβάσεις, όσο καλές
ιδέες κι αν έχεις δεν θα ευδοκιμήσουν ποτέ», ανέφερε ο κ. Παπαμόσχος
περιγράφοντας μια έμπνευση ή έναν οίστρο λανθάνον ο οποίος εάν δεν κινητοποιηθεί
θα χαθεί στον κυκλώνα της λήθης. Τα κίνητρα και τα ερεθίσματα σύμφωνα με τον
ίδιο είναι τόσο το διάβασμα όσο και η κοινωνικοποίηση. «Από τη μία σε
συντρίβει και από την άλλη γεννά μια τεράστια ικανοποίηση και απόλαυση, με την
έννοια πως ο κόπος σου πιάνει τόπο, μπορείς πια αγόγγυστα να αφιερώσεις όλο σου
το είναι σε αυτό».
Μυθιστόρημα ή διήγημα;
Καθένα έχει την αυτοτέλειά του και την δυσκολία του
αναφέρει ο κ. Παπαμόσχος ο οποίος αν και έχει φλερτάρει με το μυθιστόρημα,
ενδίδει στην αποπλάνηση του διηγήματος. « Το διήγημα είναι πιο κοντά
στην ποίηση, είναι πιο συμπυκνωμένο. Μου βγαίνει φυσικά, μου προκύπτει ενώ
είμαι ελεύθερος». Δεν απέκλεισε την πιθανότητα να γράψει ένα διήγημα, αλλά
προς το παρόν η ιδέα αυτή ξεμακραίνει, καθώς προτιμά να έχει έναν χαρακτήρα,
τον οποίο υπηρετεί. «Το διήγημα είναι ένας ήλιος, κι εγώ θέλω μόνο
ήλιους, και όχι δορυφόρους», σχολίασε, «γύρω του θα κινούνται γαλαξίες, αλλά θα
εστιάζω πάντα στον ήρωα».
Κλείνοντας η συνάντησή μας, το άγχος και η αγωνία που
εκ των προτέρων υπήρχαν στο περιβάλλον είχαν ως δια μαγείας εξαφανιστεί. Όχι
επειδή κάποιος μάγος του παραμυθιού ήρθε και τα εξαφάνισε, αλλά γιατί η διάθεση
και η φιλοξενία του λειτούργησαν ανακουφιστικά. Σαν να έτρεξαν όλα τα ζιζάνια
που θα μας αποσπούσαν την κουβέντα και να κρυφάκουγαν κι αυτά με σεβασμό και
ενθουσιασμό. Σαν τα δαιμόνια για λίγο να ευλογήθηκαν, με την κουβέντα μας να
μυρίζει θυμίαμα.
Ο κ. Παπαμόσχος ανήκει σαφώς στους αξιότερους του
είδους του, με το αναγνωστικό κοινό να τον ακολουθεί πιστά. Τελικά τι είναι
αυτό που χρειάζεται ένας συγγραφέας για να γράψει; Πέρα από το ταλέντο,την
ικανότητα, την ιδιοσυγκρασία, τον ψυχισμό, την ευαισθησία, την ευρύτητα, μάλλον
χρειάζεται και κουράγιο. Κουράγιο όχι με την έννοια της απουσίας τους φόβου.
Αλλά με τη σημασία πως αυτό που βρίσκεται πέρα από το φόβο είναι πιο σημαντικό.
Βασίλης Κιοσσές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου